Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περιπλύνω
περίπλυσις
περιπνέω
περιπνιγή
περιπνιγής
περιπνίγω
περιπνοή
περίπνοος
περιπόδιος
περιπόθητος
περιποιέω
περιποίημα
περιποίησις
περιποιητικός
περιποιητός
περιποικίλλομαι
περιποίκιλος
περιποιπνύω
περιπολαῖος
περιπολάρχης
περιπολέω
View word page
περιποιέω
to make to remain over and above, to keep safe, preserve
ShortDef
to make to remain over and above, to keep safe, preserve
Debugging
Headword:
περιποιέω
Headword (normalized):
περιποιέω
Headword (normalized/stripped):
περιποιεω
IDX:
69010
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69011
Key:
Data
{'content': 'to make to remain over and above, to keep safe, preserve'}