Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περίπλυμα
περιπλύνω
περίπλυσις
περιπνέω
περιπνιγή
περιπνιγής
περιπνίγω
περιπνοή
περίπνοος
περιπόδιος
περιπόθητος
περιποιέω
περιποίημα
περιποίησις
περιποιητικός
περιποιητός
περιποικίλλομαι
περιποίκιλος
περιποιπνύω
περιπολαῖος
περιπολάρχης
View word page
περιπόθητος
much-beloved
ShortDef
much-beloved
Debugging
Headword:
περιπόθητος
Headword (normalized):
περιπόθητος
Headword (normalized/stripped):
περιποθητος
IDX:
69009
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69010
Key:
Data
{'content': 'much-beloved'}