Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περίπλοος2
περίπλους
περίπλους2
περιπλούσιος
περίπλυμα
περιπλύνω
περίπλυσις
περιπνέω
περιπνιγή
περιπνιγής
περιπνίγω
περιπνοή
περίπνοος
περιπόδιος
περιπόθητος
περιποιέω
περιποίημα
περιποίησις
περιποιητικός
περιποιητός
περιποικίλλομαι
View word page
περιπνίγω
suffocate

ShortDef

suffocate

Debugging

Headword:
περιπνίγω
Headword (normalized):
περιπνίγω
Headword (normalized/stripped):
περιπνιγω
IDX:
69005
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69006
Key:

Data

{'content': 'suffocate'}