Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περίπλοος
περίπλοος2
περίπλους
περίπλους2
περιπλούσιος
περίπλυμα
περιπλύνω
περίπλυσις
περιπνέω
περιπνιγή
περιπνιγής
περιπνίγω
περιπνοή
περίπνοος
περιπόδιος
περιπόθητος
περιποιέω
περιποίημα
περιποίησις
περιποιητικός
περιποιητός
View word page
περιπνιγής
suffocated, choked

ShortDef

suffocated, choked

Debugging

Headword:
περιπνιγής
Headword (normalized):
περιπνιγής
Headword (normalized/stripped):
περιπνιγης
IDX:
69004
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69005
Key:

Data

{'content': 'suffocated, choked'}