Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περίπλοκος
περίπλοος
περίπλοος2
περίπλους
περίπλους2
περιπλούσιος
περίπλυμα
περιπλύνω
περίπλυσις
περιπνέω
περιπνιγή
περιπνιγής
περιπνίγω
περιπνοή
περίπνοος
περιπόδιος
περιπόθητος
περιποιέω
περιποίημα
περιποίησις
περιποιητικός
View word page
περιπνιγή
asphyxiation

ShortDef

asphyxiation

Debugging

Headword:
περιπνιγή
Headword (normalized):
περιπνιγή
Headword (normalized/stripped):
περιπνιγη
IDX:
69003
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69004
Key:

Data

{'content': 'asphyxiation'}