Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περιπλοκή
περίπλοκος
περίπλοος
περίπλοος2
περίπλους
περίπλους2
περιπλούσιος
περίπλυμα
περιπλύνω
περίπλυσις
περιπνέω
περιπνιγή
περιπνιγής
περιπνίγω
περιπνοή
περίπνοος
περιπόδιος
περιπόθητος
περιποιέω
περιποίημα
περιποίησις
View word page
περιπνέω
to breathe round
ShortDef
to breathe round
Debugging
Headword:
περιπνέω
Headword (normalized):
περιπνέω
Headword (normalized/stripped):
περιπνεω
IDX:
69002
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69003
Key:
Data
{'content': 'to breathe round'}