Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περιπλίσσομαι
περιπλοκάς
περιπλοκή
περίπλοκος
περίπλοος
περίπλοος2
περίπλους
περίπλους2
περιπλούσιος
περίπλυμα
περιπλύνω
περίπλυσις
περιπνέω
περιπνιγή
περιπνιγής
περιπνίγω
περιπνοή
περίπνοος
περιπόδιος
περιπόθητος
περιποιέω
View word page
περιπλύνω
to wash clean, scour well
ShortDef
to wash clean, scour well
Debugging
Headword:
περιπλύνω
Headword (normalized):
περιπλύνω
Headword (normalized/stripped):
περιπλυνω
IDX:
69000
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69001
Key:
Data
{'content': 'to wash clean, scour well'}