Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περιπλίξ
περιπλίσσομαι
περιπλοκάς
περιπλοκή
περίπλοκος
περίπλοος
περίπλοος2
περίπλους
περίπλους2
περιπλούσιος
περίπλυμα
περιπλύνω
περίπλυσις
περιπνέω
περιπνιγή
περιπνιγής
περιπνίγω
περιπνοή
περίπνοος
περιπόδιος
περιπόθητος
View word page
περίπλυμα
soluble portion
ShortDef
soluble portion
Debugging
Headword:
περίπλυμα
Headword (normalized):
περίπλυμα
Headword (normalized/stripped):
περιπλυμα
IDX:
68999
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69000
Key:
Data
{'content': 'soluble portion'}