Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περίπλικτος
περιπλίξ
περιπλίσσομαι
περιπλοκάς
περιπλοκή
περίπλοκος
περίπλοος
περίπλοος2
περίπλους
περίπλους2
περιπλούσιος
περίπλυμα
περιπλύνω
περίπλυσις
περιπνέω
περιπνιγή
περιπνιγής
περιπνίγω
περιπνοή
περίπνοος
περιπόδιος
View word page
περιπλούσιος
very rich

ShortDef

very rich

Debugging

Headword:
περιπλούσιος
Headword (normalized):
περιπλούσιος
Headword (normalized/stripped):
περιπλουσιος
IDX:
68998
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68999
Key:

Data

{'content': 'very rich'}