Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περίπλευρος
περιπλέω
περίπλεως
περιπληθής
περιπλήθω
περίπλικτος
περιπλίξ
περιπλίσσομαι
περιπλοκάς
περιπλοκή
περίπλοκος
περίπλοος
περίπλοος2
περίπλους
περίπλους2
περιπλούσιος
περίπλυμα
περιπλύνω
περίπλυσις
περιπνέω
περιπνιγή
View word page
περίπλοκος
entwined

ShortDef

entwined

Debugging

Headword:
περίπλοκος
Headword (normalized):
περίπλοκος
Headword (normalized/stripped):
περιπλοκος
IDX:
68993
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68994
Key:

Data

{'content': 'entwined'}