Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιπλευριτικός
περίπλευρος
περιπλέω
περίπλεως
περιπληθής
περιπλήθω
περίπλικτος
περιπλίξ
περιπλίσσομαι
περιπλοκάς
περιπλοκή
περίπλοκος
περίπλοος
περίπλοος2
περίπλους
περίπλους2
περιπλούσιος
περίπλυμα
περιπλύνω
περίπλυσις
περιπνέω
View word page
περιπλοκή
a twining round, entanglement, intricacy

ShortDef

a twining round, entanglement, intricacy

Debugging

Headword:
περιπλοκή
Headword (normalized):
περιπλοκή
Headword (normalized/stripped):
περιπλοκη
IDX:
68992
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68993
Key:

Data

{'content': 'a twining round, entanglement, intricacy'}