Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιπλευμονικός
περιπλευρίζω
περιπλευριτικός
περίπλευρος
περιπλέω
περίπλεως
περιπληθής
περιπλήθω
περίπλικτος
περιπλίξ
περιπλίσσομαι
περιπλοκάς
περιπλοκή
περίπλοκος
περίπλοος
περίπλοος2
περίπλους
περίπλους2
περιπλούσιος
περίπλυμα
περιπλύνω
View word page
περιπλίσσομαι
to put the legs round

ShortDef

to put the legs round

Debugging

Headword:
περιπλίσσομαι
Headword (normalized):
περιπλίσσομαι
Headword (normalized/stripped):
περιπλισσομαι
IDX:
68990
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68991
Key:

Data

{'content': 'to put the legs round'}