Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιπλευμονιάω
περιπλευμονικός
περιπλευρίζω
περιπλευριτικός
περίπλευρος
περιπλέω
περίπλεως
περιπληθής
περιπλήθω
περίπλικτος
περιπλίξ
περιπλίσσομαι
περιπλοκάς
περιπλοκή
περίπλοκος
περίπλοος
περίπλοος2
περίπλους
περίπλους2
περιπλούσιος
περίπλυμα
View word page
περιπλίξ
embracing

ShortDef

embracing

Debugging

Headword:
περιπλίξ
Headword (normalized):
περιπλίξ
Headword (normalized/stripped):
περιπλιξ
IDX:
68989
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68990
Key:

Data

{'content': 'embracing'}