Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιπλευμονία
περιπλευμονιάω
περιπλευμονικός
περιπλευρίζω
περιπλευριτικός
περίπλευρος
περιπλέω
περίπλεως
περιπληθής
περιπλήθω
περίπλικτος
περιπλίξ
περιπλίσσομαι
περιπλοκάς
περιπλοκή
περίπλοκος
περίπλοος
περίπλοος2
περίπλους
περίπλους2
περιπλούσιος
View word page
περίπλικτος
crossed

ShortDef

crossed

Debugging

Headword:
περίπλικτος
Headword (normalized):
περίπλικτος
Headword (normalized/stripped):
περιπλικτος
IDX:
68988
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68989
Key:

Data

{'content': 'crossed'}