Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περίπλεκτος
περιπλέκω
περιπλευμονία
περιπλευμονιάω
περιπλευμονικός
περιπλευρίζω
περιπλευριτικός
περίπλευρος
περιπλέω
περίπλεως
περιπληθής
περιπλήθω
περίπλικτος
περιπλίξ
περιπλίσσομαι
περιπλοκάς
περιπλοκή
περίπλοκος
περίπλοος
περίπλοος2
περίπλους
View word page
περιπληθής
very full of people

ShortDef

very full of people

Debugging

Headword:
περιπληθής
Headword (normalized):
περιπληθής
Headword (normalized/stripped):
περιπληθης
IDX:
68986
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68987
Key:

Data

{'content': 'very full of people'}