Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περιπλεκτικός
περίπλεκτος
περιπλέκω
περιπλευμονία
περιπλευμονιάω
περιπλευμονικός
περιπλευρίζω
περιπλευριτικός
περίπλευρος
περιπλέω
περίπλεως
περιπληθής
περιπλήθω
περίπλικτος
περιπλίξ
περιπλίσσομαι
περιπλοκάς
περιπλοκή
περίπλοκος
περίπλοος
περίπλοος2
View word page
περίπλεως
quite full of
ShortDef
quite full of
Debugging
Headword:
περίπλεως
Headword (normalized):
περίπλεως
Headword (normalized/stripped):
περιπλεως
IDX:
68985
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68986
Key:
Data
{'content': 'quite full of'}