Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιπλεκτέον
περιπλεκτικός
περίπλεκτος
περιπλέκω
περιπλευμονία
περιπλευμονιάω
περιπλευμονικός
περιπλευρίζω
περιπλευριτικός
περίπλευρος
περιπλέω
περίπλεως
περιπληθής
περιπλήθω
περίπλικτος
περιπλίξ
περιπλίσσομαι
περιπλοκάς
περιπλοκή
περίπλοκος
περίπλοος
View word page
περιπλέω
to sail

ShortDef

to sail

Debugging

Headword:
περιπλέω
Headword (normalized):
περιπλέω
Headword (normalized/stripped):
περιπλεω
IDX:
68984
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68985
Key:

Data

{'content': 'to sail'}