Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιπλέγδην
περιπλέκεια
περιπλεκτέον
περιπλεκτικός
περίπλεκτος
περιπλέκω
περιπλευμονία
περιπλευμονιάω
περιπλευμονικός
περιπλευρίζω
περιπλευριτικός
περίπλευρος
περιπλέω
περίπλεως
περιπληθής
περιπλήθω
περίπλικτος
περιπλίξ
περιπλίσσομαι
περιπλοκάς
περιπλοκή
View word page
περιπλευριτικός
affecting the πλευρά

ShortDef

affecting the πλευρά

Debugging

Headword:
περιπλευριτικός
Headword (normalized):
περιπλευριτικός
Headword (normalized/stripped):
περιπλευριτικος
IDX:
68982
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68983
Key:

Data

{'content': 'affecting the πλευρά'}