Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περιπλαταγέω
περιπλέγδην
περιπλέκεια
περιπλεκτέον
περιπλεκτικός
περίπλεκτος
περιπλέκω
περιπλευμονία
περιπλευμονιάω
περιπλευμονικός
περιπλευρίζω
περιπλευριτικός
περίπλευρος
περιπλέω
περίπλεως
περιπληθής
περιπλήθω
περίπλικτος
περιπλίξ
περιπλίσσομαι
περιπλοκάς
View word page
περιπλευρίζω
embrace
ShortDef
embrace
Debugging
Headword:
περιπλευρίζω
Headword (normalized):
περιπλευρίζω
Headword (normalized/stripped):
περιπλευριζω
IDX:
68981
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68982
Key:
Data
{'content': 'embrace'}