Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιπλαστεύω
περιπλαταγέω
περιπλέγδην
περιπλέκεια
περιπλεκτέον
περιπλεκτικός
περίπλεκτος
περιπλέκω
περιπλευμονία
περιπλευμονιάω
περιπλευμονικός
περιπλευρίζω
περιπλευριτικός
περίπλευρος
περιπλέω
περίπλεως
περιπληθής
περιπλήθω
περίπλικτος
περιπλίξ
περιπλίσσομαι
View word page
περιπλευμονικός
affected with pneumonia

ShortDef

affected with pneumonia

Debugging

Headword:
περιπλευμονικός
Headword (normalized):
περιπλευμονικός
Headword (normalized/stripped):
περιπλευμονικος
IDX:
68980
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68981
Key:

Data

{'content': 'affected with pneumonia'}