Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περιπλάσσω
περιπλαστεύω
περιπλαταγέω
περιπλέγδην
περιπλέκεια
περιπλεκτέον
περιπλεκτικός
περίπλεκτος
περιπλέκω
περιπλευμονία
περιπλευμονιάω
περιπλευμονικός
περιπλευρίζω
περιπλευριτικός
περίπλευρος
περιπλέω
περίπλεως
περιπληθής
περιπλήθω
περίπλικτος
περιπλίξ
View word page
περιπλευμονιάω
have inflammation of the lungs
ShortDef
have inflammation of the lungs
Debugging
Headword:
περιπλευμονιάω
Headword (normalized):
περιπλευμονιάω
Headword (normalized/stripped):
περιπλευμονιαω
IDX:
68979
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68980
Key:
Data
{'content': 'have inflammation of the lungs'}