Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνδρικός
ἀνδρίον
Ἄνδριος
ἀνδρίς
ἄνδρισμα
ἀνδριστέον
ἀνδριστέος
ἀνδριστί
ἀνδροβάμων
ἀνδροβασμός
ἀνδροβατέω
ἀνδροβάτης
ἀνδρόβιος
ἀνδροβόρος
ἀνδρόβουλος
ἀνδροβρώς
ἀνδρογένεια
Ἀνδρόγεως
ἀνδρογίγας
ἀνδρογόνος
ἀνδρογύνης
View word page
ἀνδροβατέω
paedico

ShortDef

paedico

Debugging

Headword:
ἀνδροβατέω
Headword (normalized):
ἀνδροβατέω
Headword (normalized/stripped):
ανδροβατεω
IDX:
6897
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6898
Key:

Data

{'content': 'paedico'}