Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περίπλασις
περιπλάσσω
περιπλαστεύω
περιπλαταγέω
περιπλέγδην
περιπλέκεια
περιπλεκτέον
περιπλεκτικός
περίπλεκτος
περιπλέκω
περιπλευμονία
περιπλευμονιάω
περιπλευμονικός
περιπλευρίζω
περιπλευριτικός
περίπλευρος
περιπλέω
περίπλεως
περιπληθής
περιπλήθω
περίπλικτος
View word page
περιπλευμονία
inflammation of the lungs

ShortDef

inflammation of the lungs

Debugging

Headword:
περιπλευμονία
Headword (normalized):
περιπλευμονία
Headword (normalized/stripped):
περιπλευμονια
IDX:
68978
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68979
Key:

Data

{'content': 'inflammation of the lungs'}