Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιπλάνησις
περίπλασις
περιπλάσσω
περιπλαστεύω
περιπλαταγέω
περιπλέγδην
περιπλέκεια
περιπλεκτέον
περιπλεκτικός
περίπλεκτος
περιπλέκω
περιπλευμονία
περιπλευμονιάω
περιπλευμονικός
περιπλευρίζω
περιπλευριτικός
περίπλευρος
περιπλέω
περίπλεως
περιπληθής
περιπλήθω
View word page
περιπλέκω
to twine

ShortDef

to twine

Debugging

Headword:
περιπλέκω
Headword (normalized):
περιπλέκω
Headword (normalized/stripped):
περιπλεκω
IDX:
68977
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68978
Key:

Data

{'content': 'to twine'}