Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περιπίπτω
περιπίτνω
περιπλανάομαι
περιπλανής
περιπλάνησις
περίπλασις
περιπλάσσω
περιπλαστεύω
περιπλαταγέω
περιπλέγδην
περιπλέκεια
περιπλεκτέον
περιπλεκτικός
περίπλεκτος
περιπλέκω
περιπλευμονία
περιπλευμονιάω
περιπλευμονικός
περιπλευρίζω
περιπλευριτικός
περίπλευρος
View word page
περιπλέκεια
intricacy
ShortDef
intricacy
Debugging
Headword:
περιπλέκεια
Headword (normalized):
περιπλέκεια
Headword (normalized/stripped):
περιπλεκεια
IDX:
68973
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68974
Key:
Data
{'content': 'intricacy'}