Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιπίμπρημι
περιπίπτω
περιπίτνω
περιπλανάομαι
περιπλανής
περιπλάνησις
περίπλασις
περιπλάσσω
περιπλαστεύω
περιπλαταγέω
περιπλέγδην
περιπλέκεια
περιπλεκτέον
περιπλεκτικός
περίπλεκτος
περιπλέκω
περιπλευμονία
περιπλευμονιάω
περιπλευμονικός
περιπλευρίζω
περιπλευριτικός
View word page
περιπλέγδην
closely entwined

ShortDef

closely entwined

Debugging

Headword:
περιπλέγδην
Headword (normalized):
περιπλέγδην
Headword (normalized/stripped):
περιπλεγδην
IDX:
68972
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68973
Key:

Data

{'content': 'closely entwined'}