Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περίπικρος
περιπιλέω
περιπίμελος
περιπίμπλαμαι
περιπίμπρημι
περιπίπτω
περιπίτνω
περιπλανάομαι
περιπλανής
περιπλάνησις
περίπλασις
περιπλάσσω
περιπλαστεύω
περιπλαταγέω
περιπλέγδην
περιπλέκεια
περιπλεκτέον
περιπλεκτικός
περίπλεκτος
περιπλέκω
περιπλευμονία
View word page
περίπλασις
plastering round

ShortDef

plastering round

Debugging

Headword:
περίπλασις
Headword (normalized):
περίπλασις
Headword (normalized/stripped):
περιπλασις
IDX:
68968
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68969
Key:

Data

{'content': 'plastering round'}