Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περιπιαίνω
περιπιέζω
περίπικρος
περιπιλέω
περιπίμελος
περιπίμπλαμαι
περιπίμπρημι
περιπίπτω
περιπίτνω
περιπλανάομαι
περιπλανής
περιπλάνησις
περίπλασις
περιπλάσσω
περιπλαστεύω
περιπλαταγέω
περιπλέγδην
περιπλέκεια
περιπλεκτέον
περιπλεκτικός
περίπλεκτος
View word page
περιπλανής
wandering about
ShortDef
wandering about
Debugging
Headword:
περιπλανής
Headword (normalized):
περιπλανής
Headword (normalized/stripped):
περιπλανης
IDX:
68966
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68967
Key:
Data
{'content': 'wandering about'}