Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιπηχύνω
περιπιαίνω
περιπιέζω
περίπικρος
περιπιλέω
περιπίμελος
περιπίμπλαμαι
περιπίμπρημι
περιπίπτω
περιπίτνω
περιπλανάομαι
περιπλανής
περιπλάνησις
περίπλασις
περιπλάσσω
περιπλαστεύω
περιπλαταγέω
περιπλέγδην
περιπλέκεια
περιπλεκτέον
περιπλεκτικός
View word page
περιπλανάομαι
to wander about

ShortDef

to wander about

Debugging

Headword:
περιπλανάομαι
Headword (normalized):
περιπλανάομαι
Headword (normalized/stripped):
περιπλαναομαι
IDX:
68965
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68966
Key:

Data

{'content': 'to wander about'}