Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περίπηξις
περιπηχύνω
περιπιαίνω
περιπιέζω
περίπικρος
περιπιλέω
περιπίμελος
περιπίμπλαμαι
περιπίμπρημι
περιπίπτω
περιπίτνω
περιπλανάομαι
περιπλανής
περιπλάνησις
περίπλασις
περιπλάσσω
περιπλαστεύω
περιπλαταγέω
περιπλέγδην
περιπλέκεια
περιπλεκτέον
View word page
περιπίτνω
comes over

ShortDef

comes over

Debugging

Headword:
περιπίτνω
Headword (normalized):
περιπίτνω
Headword (normalized/stripped):
περιπιτνω
IDX:
68964
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68965
Key:

Data

{'content': 'comes over'}