Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιπηλόω
περιπήλωσις
περίπηξις
περιπηχύνω
περιπιαίνω
περιπιέζω
περίπικρος
περιπιλέω
περιπίμελος
περιπίμπλαμαι
περιπίμπρημι
περιπίπτω
περιπίτνω
περιπλανάομαι
περιπλανής
περιπλάνησις
περίπλασις
περιπλάσσω
περιπλαστεύω
περιπλαταγέω
περιπλέγδην
View word page
περιπίμπρημι
to set on fire round about

ShortDef

to set on fire round about

Debugging

Headword:
περιπίμπρημι
Headword (normalized):
περιπίμπρημι
Headword (normalized/stripped):
περιπιμπρημι
IDX:
68962
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68963
Key:

Data

{'content': 'to set on fire round about'}