Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιπηδάω
περιπηλόω
περιπήλωσις
περίπηξις
περιπηχύνω
περιπιαίνω
περιπιέζω
περίπικρος
περιπιλέω
περιπίμελος
περιπίμπλαμαι
περιπίμπρημι
περιπίπτω
περιπίτνω
περιπλανάομαι
περιπλανής
περιπλάνησις
περίπλασις
περιπλάσσω
περιπλαστεύω
περιπλαταγέω
View word page
περιπίμπλαμαι
to be filled full

ShortDef

to be filled full

Debugging

Headword:
περιπίμπλαμαι
Headword (normalized):
περιπίμπλαμαι
Headword (normalized/stripped):
περιπιμπλαμαι
IDX:
68961
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68962
Key:

Data

{'content': 'to be filled full'}