Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περίπηγμα
περιπήγνυμι
περιπηδάω
περιπηλόω
περιπήλωσις
περίπηξις
περιπηχύνω
περιπιαίνω
περιπιέζω
περίπικρος
περιπιλέω
περιπίμελος
περιπίμπλαμαι
περιπίμπρημι
περιπίπτω
περιπίτνω
περιπλανάομαι
περιπλανής
περιπλάνησις
περίπλασις
περιπλάσσω
View word page
περιπιλέω
cover thick all round

ShortDef

cover thick all round

Debugging

Headword:
περιπιλέω
Headword (normalized):
περιπιλέω
Headword (normalized/stripped):
περιπιλεω
IDX:
68959
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68960
Key:

Data

{'content': 'cover thick all round'}