Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιπεφυλαγμένως
περιπηγής
περίπηγμα
περιπήγνυμι
περιπηδάω
περιπηλόω
περιπήλωσις
περίπηξις
περιπηχύνω
περιπιαίνω
περιπιέζω
περίπικρος
περιπιλέω
περιπίμελος
περιπίμπλαμαι
περιπίμπρημι
περιπίπτω
περιπίτνω
περιπλανάομαι
περιπλανής
περιπλάνησις
View word page
περιπιέζω
squeeze

ShortDef

squeeze

Debugging

Headword:
περιπιέζω
Headword (normalized):
περιπιέζω
Headword (normalized/stripped):
περιπιεζω
IDX:
68957
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68958
Key:

Data

{'content': 'squeeze'}