Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περιπέτομαι
περιπετρίζομαι
περίπετρος
περιπευκής
περιπεφρασμένως
περιπεφυλαγμένως
περιπηγής
περίπηγμα
περιπήγνυμι
περιπηδάω
περιπηλόω
περιπήλωσις
περίπηξις
περιπηχύνω
περιπιαίνω
περιπιέζω
περίπικρος
περιπιλέω
περιπίμελος
περιπίμπλαμαι
περιπίμπρημι
View word page
περιπηλόω
encase in clay
ShortDef
encase in clay
Debugging
Headword:
περιπηλόω
Headword (normalized):
περιπηλόω
Headword (normalized/stripped):
περιπηλοω
IDX:
68952
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68953
Key:
Data
{'content': 'encase in clay'}