Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περιπετικός
περιπέτομαι
περιπετρίζομαι
περίπετρος
περιπευκής
περιπεφρασμένως
περιπεφυλαγμένως
περιπηγής
περίπηγμα
περιπήγνυμι
περιπηδάω
περιπηλόω
περιπήλωσις
περίπηξις
περιπηχύνω
περιπιαίνω
περιπιέζω
περίπικρος
περιπιλέω
περιπίμελος
περιπίμπλαμαι
View word page
περιπηδάω
to leap round
ShortDef
to leap round
Debugging
Headword:
περιπηδάω
Headword (normalized):
περιπηδάω
Headword (normalized/stripped):
περιπηδαω
IDX:
68951
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68952
Key:
Data
{'content': 'to leap round'}