Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιπετής
περιπετικός
περιπέτομαι
περιπετρίζομαι
περίπετρος
περιπευκής
περιπεφρασμένως
περιπεφυλαγμένως
περιπηγής
περίπηγμα
περιπήγνυμι
περιπηδάω
περιπηλόω
περιπήλωσις
περίπηξις
περιπηχύνω
περιπιαίνω
περιπιέζω
περίπικρος
περιπιλέω
περιπίμελος
View word page
περιπήγνυμι
to fix round, to make a fence round

ShortDef

to fix round, to make a fence round

Debugging

Headword:
περιπήγνυμι
Headword (normalized):
περιπήγνυμι
Headword (normalized/stripped):
περιπηγνυμι
IDX:
68950
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68951
Key:

Data

{'content': 'to fix round, to make a fence round'}