Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνδριαντουργία
ἀνδριάς
ἀνδρίζω
ἀνδρικός
ἀνδρίον
Ἄνδριος
ἀνδρίς
ἄνδρισμα
ἀνδριστέον
ἀνδριστέος
ἀνδριστί
ἀνδροβάμων
ἀνδροβασμός
ἀνδροβατέω
ἀνδροβάτης
ἀνδρόβιος
ἀνδροβόρος
ἀνδρόβουλος
ἀνδροβρώς
ἀνδρογένεια
Ἀνδρόγεως
View word page
ἀνδριστί
like a man, like men

ShortDef

like a man, like men

Debugging

Headword:
ἀνδριστί
Headword (normalized):
ἀνδριστί
Headword (normalized/stripped):
ανδριστι
IDX:
6894
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6895
Key:

Data

{'content': 'like a man, like men'}