Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περίπεμψις
περίπεπτος
περιπέσσω
περιπεταλόω
περιπετάννυμι
περιπεταστός
περιπέτεια
περιπετής
περιπετικός
περιπέτομαι
περιπετρίζομαι
περίπετρος
περιπευκής
περιπεφρασμένως
περιπεφυλαγμένως
περιπηγής
περίπηγμα
περιπήγνυμι
περιπηδάω
περιπηλόω
περιπήλωσις
View word page
περιπετρίζομαι
to be dashed upon a rock

ShortDef

to be dashed upon a rock

Debugging

Headword:
περιπετρίζομαι
Headword (normalized):
περιπετρίζομαι
Headword (normalized/stripped):
περιπετριζομαι
IDX:
68943
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68944
Key:

Data

{'content': 'to be dashed upon a rock'}