Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περιπέμπω
περίπεμψις
περίπεπτος
περιπέσσω
περιπεταλόω
περιπετάννυμι
περιπεταστός
περιπέτεια
περιπετής
περιπετικός
περιπέτομαι
περιπετρίζομαι
περίπετρος
περιπευκής
περιπεφρασμένως
περιπεφυλαγμένως
περιπηγής
περίπηγμα
περιπήγνυμι
περιπηδάω
περιπηλόω
View word page
περιπέτομαι
to fly around
ShortDef
to fly around
Debugging
Headword:
περιπέτομαι
Headword (normalized):
περιπέτομαι
Headword (normalized/stripped):
περιπετομαι
IDX:
68942
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68943
Key:
Data
{'content': 'to fly around'}