Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιπέλομαι
περίπεμπτος
περιπέμπω
περίπεμψις
περίπεπτος
περιπέσσω
περιπεταλόω
περιπετάννυμι
περιπεταστός
περιπέτεια
περιπετής
περιπετικός
περιπέτομαι
περιπετρίζομαι
περίπετρος
περιπευκής
περιπεφρασμένως
περιπεφυλαγμένως
περιπηγής
περίπηγμα
περιπήγνυμι
View word page
περιπετής
falling round

ShortDef

falling round

Debugging

Headword:
περιπετής
Headword (normalized):
περιπετής
Headword (normalized/stripped):
περιπετης
IDX:
68940
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68941
Key:

Data

{'content': 'falling round'}