Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περιπατέω
περιπάτησις
περιπατητής
περιπατητικός
περίπατος
περιπαύομαι
περιπαχνόομαι
περιπέζια
περιπέζιος
περιπείρω
περιπέλομαι
περίπεμπτος
περιπέμπω
περίπεμψις
περίπεπτος
περιπέσσω
περιπεταλόω
περιπετάννυμι
περιπεταστός
περιπέτεια
περιπετής
View word page
περιπέλομαι
to move round, be round about
ShortDef
to move round, be round about
Debugging
Headword:
περιπέλομαι
Headword (normalized):
περιπέλομαι
Headword (normalized/stripped):
περιπελομαι
IDX:
68930
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68931
Key:
Data
{'content': 'to move round, be round about'}