Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περίπαστος
περιπατέω
περιπάτησις
περιπατητής
περιπατητικός
περίπατος
περιπαύομαι
περιπαχνόομαι
περιπέζια
περιπέζιος
περιπείρω
περιπέλομαι
περίπεμπτος
περιπέμπω
περίπεμψις
περίπεπτος
περιπέσσω
περιπεταλόω
περιπετάννυμι
περιπεταστός
περιπέτεια
View word page
περιπείρω
to pierce as with a spit

ShortDef

to pierce as with a spit

Debugging

Headword:
περιπείρω
Headword (normalized):
περιπείρω
Headword (normalized/stripped):
περιπειρω
IDX:
68929
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68930
Key:

Data

{'content': 'to pierce as with a spit'}