Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περιπαμφανάω
περιπαπταίνω
περιπάσσω
περίπαστος
περιπατέω
περιπάτησις
περιπατητής
περιπατητικός
περίπατος
περιπαύομαι
περιπαχνόομαι
περιπέζια
περιπέζιος
περιπείρω
περιπέλομαι
περίπεμπτος
περιπέμπω
περίπεμψις
περίπεπτος
περιπέσσω
περιπεταλόω
View word page
περιπαχνόομαι
to be congealed all round
ShortDef
to be congealed all round
Debugging
Headword:
περιπαχνόομαι
Headword (normalized):
περιπαχνόομαι
Headword (normalized/stripped):
περιπαχνοομαι
IDX:
68926
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68927
Key:
Data
{'content': 'to be congealed all round'}