Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιπάλλομαι
περιπαμφανάω
περιπαπταίνω
περιπάσσω
περίπαστος
περιπατέω
περιπάτησις
περιπατητής
περιπατητικός
περίπατος
περιπαύομαι
περιπαχνόομαι
περιπέζια
περιπέζιος
περιπείρω
περιπέλομαι
περίπεμπτος
περιπέμπω
περίπεμψις
περίπεπτος
περιπέσσω
View word page
περιπαύομαι
become quite quiet

ShortDef

become quite quiet

Debugging

Headword:
περιπαύομαι
Headword (normalized):
περιπαύομαι
Headword (normalized/stripped):
περιπαυομαι
IDX:
68925
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68926
Key:

Data

{'content': 'become quite quiet'}