Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιπάλαξις
περιπαλάσσομαι
περιπάλλομαι
περιπαμφανάω
περιπαπταίνω
περιπάσσω
περίπαστος
περιπατέω
περιπάτησις
περιπατητής
περιπατητικός
περίπατος
περιπαύομαι
περιπαχνόομαι
περιπέζια
περιπέζιος
περιπείρω
περιπέλομαι
περίπεμπτος
περιπέμπω
περίπεμψις
View word page
περιπατητικός
walking about while teaching

ShortDef

walking about while teaching

Debugging

Headword:
περιπατητικός
Headword (normalized):
περιπατητικός
Headword (normalized/stripped):
περιπατητικος
IDX:
68923
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68924
Key:

Data

{'content': 'walking about while teaching'}