Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιπαίω
περιπάλαξις
περιπαλάσσομαι
περιπάλλομαι
περιπαμφανάω
περιπαπταίνω
περιπάσσω
περίπαστος
περιπατέω
περιπάτησις
περιπατητής
περιπατητικός
περίπατος
περιπαύομαι
περιπαχνόομαι
περιπέζια
περιπέζιος
περιπείρω
περιπέλομαι
περίπεμπτος
περιπέμπω
View word page
περιπατητής
one who walks about

ShortDef

one who walks about

Debugging

Headword:
περιπατητής
Headword (normalized):
περιπατητής
Headword (normalized/stripped):
περιπατητης
IDX:
68922
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68923
Key:

Data

{'content': 'one who walks about'}