Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνδριαντοποιέω
ἀνδριαντοποιΐα
ἀνδριαντοποιός
ἀνδριαντουργία
ἀνδριάς
ἀνδρίζω
ἀνδρικός
ἀνδρίον
Ἄνδριος
ἀνδρίς
ἄνδρισμα
ἀνδριστέον
ἀνδριστέος
ἀνδριστί
ἀνδροβάμων
ἀνδροβασμός
ἀνδροβατέω
ἀνδροβάτης
ἀνδρόβιος
ἀνδροβόρος
ἀνδρόβουλος
View word page
ἄνδρισμα
genuine, straightforward dealing
ShortDef
genuine, straightforward dealing
Debugging
Headword:
ἄνδρισμα
Headword (normalized):
ἄνδρισμα
Headword (normalized/stripped):
ανδρισμα
IDX:
6891
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6892
Key:
Data
{'content': 'genuine, straightforward dealing'}