Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περιπαθέω
περιπαθής
περιπάθησις
περιπαιφάσσω
περιπαίω
περιπάλαξις
περιπαλάσσομαι
περιπάλλομαι
περιπαμφανάω
περιπαπταίνω
περιπάσσω
περίπαστος
περιπατέω
περιπάτησις
περιπατητής
περιπατητικός
περίπατος
περιπαύομαι
περιπαχνόομαι
περιπέζια
περιπέζιος
View word page
περιπάσσω
strew, sprinkle all round
ShortDef
strew, sprinkle all round
Debugging
Headword:
περιπάσσω
Headword (normalized):
περιπάσσω
Headword (normalized/stripped):
περιπασσω
IDX:
68918
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68919
Key:
Data
{'content': 'strew, sprinkle all round'}