Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιπάγνυμι
περιπαθέω
περιπαθής
περιπάθησις
περιπαιφάσσω
περιπαίω
περιπάλαξις
περιπαλάσσομαι
περιπάλλομαι
περιπαμφανάω
περιπαπταίνω
περιπάσσω
περίπαστος
περιπατέω
περιπάτησις
περιπατητής
περιπατητικός
περίπατος
περιπαύομαι
περιπαχνόομαι
περιπέζια
View word page
περιπαπταίνω
to look timidly round

ShortDef

to look timidly round

Debugging

Headword:
περιπαπταίνω
Headword (normalized):
περιπαπταίνω
Headword (normalized/stripped):
περιπαπταινω
IDX:
68917
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68918
Key:

Data

{'content': 'to look timidly round'}